„ασηπτικός“ ασηπτικός [asiptiˈkos], ασηπτική, ασηπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aseptisch aseptisch ασηπτικός ασηπτικός