αρωματίζω
[aromaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- parfümierenαρωματίζω δέρμα, μαλλιάαρωματίζω δέρμα, μαλλιά
- würzenαρωματίζω τροφή, φαγητόαρωματίζω τροφή, φαγητό