„αρρενωπός“ αρρενωπός [arenoˈpos], αρρενωπή, αρρενωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) männlich männlich αρρενωπός με έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά αρρενωπός με έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά