„αρμονικός“ αρμονικός [armoniˈkos], αρμονική, αρμονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) harmonisch harmonisch αρμονικός αρμονικός