αρκτικός
[arktiˈkos], αρκτική, αρκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- arktischαρκτικόςαρκτικός
esempi
- αρκτική αλεπούθηλυκό | Femininum, weiblich fBlaufuchsαρσενικό | Maskulinum, männlich mPolarfuchsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Αρκτικός Ωκεανόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNordpolarmeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n