„αρκούδα“: θηλυκό αρκούδα [arˈkuða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bär Bärαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρκούδα αρκούδα esempi πολική αρκούδα Eisbärαρσενικό | Maskulinum, männlich m Polarbärαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολική αρκούδα αρκούδα των σπηλαίων Höhlenbärαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρκούδα των σπηλαίων