αριστερός
[aristeˈros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αριστερή, αριστερόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- προς τα αριστερά
- αριστερή λωρίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f αναστροφήςLinksabbiege(r)spurθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αριστερός εξωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλLinksaußenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αριστερός
[aristeˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)