„αργκό“: θηλυκό αργκό [arˈgo]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Slang, Jargon Slangαρσενικό | Maskulinum, männlich m αργκό αργκό Jargonαρσενικό | Maskulinum, männlich m αργκό μιας ομάδας αργκό μιας ομάδας