„αραδιαστός“ αραδιαστός [araðjasˈtos], αραδιαστή, αραδιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aufgereiht aufgereiht αραδιαστός αραδιαστός