απόσπασμα
[aˈpospazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ausschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόσπασμα κειμένουAuszugαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόσπασμα κειμένουαπόσπασμα κειμένου
- Truppeθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόσπασμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταπόσπασμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
esempi
- Bibelstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απόσπασμα λογαριασμούKontoauszugαρσενικό | Maskulinum, männlich m