„απόκρυφος“ απόκρυφος [aˈpokrifos], απόκρυφη, απόκρυφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verborgen, geheim, okkult verborgen απόκρυφος κρυφός, κρυμμένος απόκρυφος κρυφός, κρυμμένος geheim απόκρυφος μυστικός απόκρυφος μυστικός okkult απόκρυφος κρυφός και μυστικός απόκρυφος κρυφός και μυστικός