„απόδραση“: θηλυκό απόδραση [aˈpoðrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Flucht, Ausbruch Fluchtθηλυκό | Femininum, weiblich f απόδραση Ausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόδραση απόδραση