„απόβαση“: θηλυκό απόβαση [aˈpovasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Landung Landungθηλυκό | Femininum, weiblich f απόβαση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ απόβαση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ