απρόθυμος
[aˈproθimos], απρόθυμη, απρόθυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- abgeneigt, widerwillig, unwilligαπρόθυμοςαπρόθυμος
- nicht zuvorkommendαπρόθυμος μη εξυπηρετικόςαπρόθυμος μη εξυπηρετικός
esempi