απροσδόκητος
[aprozˈðokjitos], απροσδόκητη, απροσδόκητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unerwartet, überraschendαπροσδόκητοςαπροσδόκητος
esempi
- απροσδόκητη νικήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | SportαθλÜberraschungssiegerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απροσδόκητος νικητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλÜberraschungssiegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m