„απροθυμία“: θηλυκό απροθυμία [aproθiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Abgeneigtheit, Widerwille Abgeneigtheitθηλυκό | Femininum, weiblich f απροθυμία Widerwilleαρσενικό | Maskulinum, männlich m απροθυμία απροθυμία esempi κάνω κάτι με απροθυμία etwas mit Unlust tun κάνω κάτι με απροθυμία