απραξία
[apraˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Untätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπραξίααπραξία
- Flauteθηλυκό | Femininum, weiblich fαπραξία εμπόριο | Handelεμπαπραξία εμπόριο | Handelεμπ