αποτύπωμα
[apoˈtipoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποτύπωμααποτύπωμα
esempi
- δακτυλικά αποτυπώματαFingerabdrückeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
- αποτύπωμα αντίχειραDaumenabdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m