„αποτρέπω“: μεταβατικό ρήμα αποτρέπω [apoˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) abraten, abbringen, abwenden abraten (από von) αποτρέπω κάποιον από κάτι abbringen αποτρέπω κάποιον από κάτι αποτρέπω κάποιον από κάτι abwenden αποτρέπω κίνδυνο αποτρέπω κίνδυνο