„αποτελώ“: μεταβατικό ρήμα αποτελώ [apoteˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bilden bilden αποτελώ αποτελώ esempi αποτελώ πρότυπο eine Vorbildfunktion haben αποτελώ πρότυπο