„αποταμιεύω“: μεταβατικό ρήμα αποταμιεύω [apotamiˈevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sparen, zurücklegen sparen, zurücklegen αποταμιεύω χρήματα αποταμιεύω χρήματα