αποσυνδεδεμένος
[aposinðeðeˈmenos], αποσυνδεδεμένη, αποσυνδεδεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- abgemeldetαποσυνδεδεμένος ρεύμααποσυνδεδεμένος ρεύμα
- getrenntαποσυνδεδεμένος τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαποσυνδεδεμένος τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ