„αποσυνδέω“: μεταβατικό ρήμα αποσυνδέω [aposinˈðeo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) trennen, abkoppeln, abhängen trennen αποσυνδέω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ αποσυνδέω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ abkoppeln, abhängen αποσυνδέω τεχνική | Technikτεχν αποσυνδέω τεχνική | Technikτεχν