αποπεράτωση
[apopeˈratosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vollendungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποπεράτωση ολοκλήρωσηαποπεράτωση ολοκλήρωση
- Abschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποπεράτωση σπουδών, ομιλίαςαποπεράτωση σπουδών, ομιλίας
esempi
- αποπεράτωση σπουδώνStudienabschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m