απολιθωμένος
[apoliθoˈmenos], απολιθωμένη, απολιθωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- versteinertαπολιθωμένοςαπολιθωμένος
- erstarrtαπολιθωμένοςαπολιθωμένος