„αποκαλύπτομαι“: αποθετικό ρήμα αποκαλύπτομαι [apokaˈliptome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) auffliegen auffliegen αποκαλύπτομαι μυστικό αποκαλύπτομαι μυστικό