„αποδεκτός“ αποδεκτός [apoðekˈtos], αποδεκτή, αποδεκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) annehmbar annehmbar αποδεκτός αποδεκτός