„αποδεικτέος“ αποδεικτέος [apoðikˈteos], αποδεικτέα, αποδεικτέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) beweisbar beweisbar αποδεικτέος αποδεικτέος