„αποβουτυρώνω“: μεταβατικό ρήμα αποβουτυρώνω [apovutiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) entrahmen entrahmen αποβουτυρώνω αποβουτυρώνω