„αποβλέπω“: αμετάβατο ρήμα αποβλέπω [apoˈvlepo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) streben, bezwecken streben (σε nach) αποβλέπω αποβλέπω bezwecken (σε κάτι etwas) αποβλέπω αποβλέπω