„απλώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απλώνομαι [aˈplonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich ausdehnen, sich erstrecken, sich ausdehnen sich ausdehnen, sich erstrecken απλώνομαι εκτείνομαι, δάσος, έρημος απλώνομαι εκτείνομαι, δάσος, έρημος sich ausdehnen απλώνομαι πόλη, επιχείρηση απλώνομαι πόλη, επιχείρηση esempi απλώνομαι πάνω σε sich breiten über+αιτιατική | +Akkusativ +akk απλώνομαι πάνω σε