απενεργοποιώ
[apenerɣopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- deaktivierenαπενεργοποιώαπενεργοποιώ
- wegklickenαπενεργοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαπενεργοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ