απελπιστικός
[apelpistiˈkos], απελπιστική, απελπιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- hoffnungslos, trostlosαπελπιστικός κατάστασηαπελπιστικός κατάσταση