„απελπίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απελπίζομαι [apelˈpizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verzweifeln verzweifeln απελπίζομαι απελπίζομαι