„απελαύνω“: μεταβατικό ρήμα απελαύνω [apeˈlavno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ausweisen, abschieben ausweisen, abschieben απελαύνω από τη χώρα απελαύνω από τη χώρα