απασχόληση
[apaˈsxolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Beschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπασχόλησηTätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπασχόλησηαπασχόληση
- Ablenkungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπασχόληση ψυχαγωγίααπασχόληση ψυχαγωγία