απαραβίαστος
[aparaˈviastos], απαραβίαστη, απαραβίαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unantastbarαπαραβίαστοςαπαραβίαστος
- einbruch(s)sicherαπαραβίαστος το οποίο αποτρέπει ληστείααπαραβίαστος το οποίο αποτρέπει ληστεία