„απαράδεκτος“ απαράδεκτος [apaˈraðektos], απαράδεκτη, απαράδεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unannehmbar unannehmbar απαράδεκτος απαράδεκτος