„απαλλαγμένος“ απαλλαγμένος [apalaɣˈmenos], απαλλαγμένη, απαλλαγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) von Steuerzahlungen befreit esempi απαλλαγμένος από φορολογία von Steuerzahlungen befreit απαλλαγμένος από φορολογία