„απαιτητικός“ απαιτητικός [apetitiˈkos], απαιτητική, απαιτητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anspruchsvoll anspruchsvoll απαιτητικός απαιτητικός