ανυπακοή
[anipakoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ungehorsamαρσενικό | Maskulinum, männlich mανυπακοήανυπακοή
- Gehorsamsverweigerungθηλυκό | Femininum, weiblich fανυπακοή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατανυπακοή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ