„αντρόγυνο“: ουδέτερο αντρόγυνο [anˈdrojino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ehepaar, Eheleute Ehepaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντρόγυνο Eheleuteπληθυντικός | Plural pl αντρόγυνο αντρόγυνο