„αντιστροφή“: θηλυκό αντιστροφή [andistroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Umkehrung Umkehrungθηλυκό | Femininum, weiblich f αντιστροφή αντιστροφή esempi αντίστροφη διαδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich f Gegenkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίστροφη διαδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich f αντίστροφη μέτρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f Countdownαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίστροφη μέτρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f