„αντιπερισπασμός“: αρσενικό αντιπερισπασμός [andiperispazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ablenkung Ablenkungθηλυκό | Femininum, weiblich f αντιπερισπασμός αντιπερισπασμός