αντιμετωπίσιμος
[andimetoˈpisimos], αντιμετωπίσιμη, αντιμετωπίσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- behandelbarαντιμετωπίσιμος ιατρική | Medizinιατρ αρρώστιααντιμετωπίσιμος ιατρική | Medizinιατρ αρρώστια