αντιμέτωπος
[andiˈmetopos], αντιμέτωπη, αντιμέτωποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gegenüberstehendαντιμέτωπος απέναντιαντιμέτωπος απέναντι
- konfrontiert (με mit)αντιμέτωπος με κίνδυνο, αλήθειααντιμέτωπος με κίνδυνο, αλήθεια