αντικειμενικότητα
[andikjimeniˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Objektivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαντικειμενικότηταSachlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαντικειμενικότητααντικειμενικότητα