αντιαισθητικός
[andiesθitiˈkos], αντιαισθητική, αντιαισθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unästhetisch, unappetitlichαντιαισθητικόςαντιαισθητικός