„αντεπιτίθεμαι“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα αντεπιτίθεμαι [andepiˈtiθeme]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kontern kontern αντεπιτίθεμαι αντεπιτίθεμαι