ανταγωνισμός
[andaɣonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταγωνισμόςKonkurrenzθηλυκό | Femininum, weiblich fανταγωνισμόςανταγωνισμός
esempi
- ανταγωνισμός εξοπλισμώνRüstungswettlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mWettrüstenουδέτερο | Neutrum, sächlich n